- κύρτῳ
- κύρτοςweelsmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρτώ — κυρτῶ, όω (AM) βλ. κυρτώνω … Dictionary of Greek
κυρτῷ — κυρτός bulging masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτώ — κυρτός bulging masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
THERSITES — Graecorum omnium foedissimus, idemque ignavissimus, quem Achilles sibi procaciter convitiantem pugni ictu interfecit. Huius insignis deformitas ab Homer. l. 2. Il. γραφικῶς expressa, effecit, ut cum hominem vehementer foedum significare volumus,… … Hofmann J. Lexicon universale
κατακυρτώ — κατακυρτῶ, όω (Α) λυγίζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυρτῶ «λυγίζω, κυρτώνω» (< κυρτός)] … Dictionary of Greek
κυλημοκυτρώ — κυλημοκυτρῶ (Μ) κάνω κωλοτούμπες, κουτρουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλημα (< κυλῶ) + κυτρῶ (< κυρτῶ με μετάθεση)] … Dictionary of Greek
κυρτίζω — (Α) κυρτώνω, καμπυλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. κυρτῶ, κατά τα σε ίζω] … Dictionary of Greek
κυρτωτός — κυρτωτός, ή, όν (Α) [κυρτώ] καμπουριαστός, καμπούρης … Dictionary of Greek
κυρτώνω — (AM κυρτῶ, όω) [κυρτός] 1. κάμπτω κάτι ώσπου να σχηματίσει τόξο, λυγίζω, καμπυλώνω («κυρτῶν τε νῶτα κεἰς κέρας παρεμβλέπων», Ευρ.) 2. είμαι ή γίνομαι καμπούρης, καμπουριάζω νεοελλ. κάνω κάτι καμπύλο προς τα έξω, ανακυρτώνω μσν. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek